αβροδίαιτος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁβροδίαιτος, -ον)
1. μαλθακός, τρυφηλός
2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον
η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + δίαιτα.