αγεννησία

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

η (Α ἀγεννησία) (Ν και -ιά) ἀγέννητος
ανικανότητα προς αναπαραγωγή, στειρότητα
αρχ.
κατάσταση που προϋπήρξε της δημιουργίας και που η ίδια δεν δημιουργήθηκε από κάποια άλλη αιτία.