αγκύλι

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

το
οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη.