αγωνοθέτης
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
ο (Α ἀγωνοθέτης)
αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες
αρχ.
1. κριτής του αγώνα, αγωνοδίκης, αγωνάρχης
2. οποιοσδήποτε κριτής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών + θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθετῶ].