αγωνοθεσία
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
η (Α ἀγωνοθεσία)
θέσπιση αγώνων και εποπτεία της διεξαγωγής τους
αρχ.
το αξίωμα και το έργο του αγωνοθέτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγωνοθέτης.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσιακός].