αδειαστικός

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αδειαστής
1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή
2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικά
πληρωμή, αμοιβή για εκκένωση.