αεροφοβία

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η Ιατρ.
παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα του αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero- (< αήρ, -έρος) + -phobia (< -φοβία < φόβος)].