οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
ο (θηλ. -ώτρια)αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθωώνω.ΠΑΡ. αθωωτικός].