ακαματερός

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ακαμάτης
1. τεμπέλης, οκνηρός
2. (το βόδι) που δεν είναι κατάλληλο για όργωμα
3. (το δέντρο ή το φυτό) που ο καρπός του ωριμάζει πολύ αργά.