ακκίζομαι

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

ἀκκίζομαι)
1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα το επιθυμώ, «κάνω νάζια»
2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκκὼ(-οῦς).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός
μσν.
ἀκκιστικός.