Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακούμπημα

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

και ακούμπισμα, το ακουμπώ
1. η στήριξη σε σταθερό σημείο
2. η ενέργεια της στήριξης
3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι
4. το αποκούμπι, η υποστήριξη
5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση.