Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακυρίευτος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκυρίευτος, -η, -ο και -ος, -ον) κυριεύω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου
2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος
μσν.
αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο, ελεύθερος, αδάμαστος.