ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
-η, -ο (Μ ἀκυρίευτος, -η, -ο και -ος, -ον) κυριεύω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου
2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος
μσν.
αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο, ελεύθερος, αδάμαστος.