ακόντισμα
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
το (Α ἀκόντισμα) ἀκοντίζω
νεοελλ.
1. το ρίξιμο του ακοντίου
2. το ακόντιο ως αγώνισμα
αρχ.
1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο
2. το ίδιο το ακόντιο
3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα
οι ακοντιστές.