αλλήλως
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
επίρρ. (Μ ἀλλήλως)
1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο
2. μόνοι τους, συναμεταξύ τους («τρώγονται αλλήλως τους»)
3. όλοι μαζί («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε αλλήλως»
Χρονικόν του Μορέως).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αντων. ἀλλήλων. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία ο τ. αλλήλως (πράγματι αλλήλος) προήλθε από φωνητική εξέλιξη του οι της δοτ. ἀλλήλοις σε u = ο και με επίδραση τών πολλών επιρρημάτων σε -ως θεωρήθηκε κι αυτός ως επίρρημα].