Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
-ές (Α ἀλλοεθνής)αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, αλλογενής, ξένοςαρχ.«ἀλλοεθνής πὸλεμος», ο πόλεμος εναντίον ξένων, σε αντίθεση προς τον εμφύλιο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνὴς < ἔθνος.