αλόη

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].