αμηχανία

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμηχανία) ἀμήχανος
απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια
νεοελλ.
δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός
αρχ.
έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια.