αμπελογνωσία

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

η
η γνώση τών σχετικών με την άμπελο ως προς την καλλιέργεια, τις ασθένειες, κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + -γνωσία < γνώσις ή γνωτός < γιγνώσκω. Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Θ. Ορφανίδη, βοτανολόγο].