αμφίσφαιρος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο σφαίρα
1. αυτός που έχει σφαίρες στα άκρα του
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφίσφαιρο
μεγάλος αλτήρας που υψώνεται και με τα δύο χέρια για άσκηση τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφι- + -σφαιρος < σφαίρα].