Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανήνεμος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

ἀνήνεμος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον χτυπά ο άνεμος, γαλήνιος, ήσυχος
2. αθόρυβος, χωρίς φασαρίες.