αναδάσωση

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

η (Δασοπ.)
τεχνητή επανίδρυση δάσους με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδασώνω. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reforestation. Ο ελληνικός όρος αναδάσωσις πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον δασολόγο Νικόλαο Χλωρό].