αναζωογονητικός

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην αναζωογόνηση, που αναζωογονεί ψυχικά και σωματικά, ζωογόνος, τονωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1890].