αναστήλωση

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [[ἀναστηλῶ, -όω]]
νεοελλ.
(σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή
2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση
β) έγερση, ξεσήκωμα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «αναστήλωση (-ις) τών ιερών εικόνων»
εκκλ. η αποκατάσταση της λατρείας τών εικόνων στους ναούς, από όπου τίς είχαν βγάλει οι εικονομάχοι
αρχ.
ανέγερση μνημείου.