Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
η (Α ἀνεργία)
1. ακούσια αποχή από εργασία, έλλειψη απασχόλησης, αναδουλειά
2. Ιατρ. κατάπαυση της αλλεργίας σε άτομο που προηγουμένως αντιδρούσε θετικά σε κάποιο αντιγόνο
αρχ.
ραθυμία, οκνηρία.