ἀνεργία
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ἡ, = ἀεργία, v.l. for ἀνεργασία, Artem.2.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεργία: ἡ, = ἀεργία, ἀμφίβ. παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 28.
Greek Monolingual
η (Α ἀνεργία)
1. ακούσια αποχή από εργασία, έλλειψη απασχόλησης, αναδουλειά
2. Ιατρ. κατάπαυση της αλλεργίας σε άτομο που προηγουμένως αντιδρούσε θετικά σε κάποιο αντιγόνο
αρχ.
ραθυμία, οκνηρία.