ανθρωπομορφία
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
η (Α ἀνθρωπομορφία)
νεοελλ.
η μορφολογική ομοιότητα ορισμένων ζώων ή φυτών προς τον άνθρωπο
αρχ.
η ανθρώπινη μορφή.