γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-η, -ο (Α ἀντίθεος, -έη, -ον)1. άπιστος, άθεος2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεοςο διάβολοςνεοελλ.μτφ. άδικος και σκληρόςαρχ.το αρσ. ως ουσ. εχθρική θεότητα.