αντίχριστος
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
Greek Monolingual
ο (AM ἀντίχριστος)
νεοελλ.
1. εχθρός του Χριστού ή του χριστιανισμού, άθεος, ασεβής, αρνησίθρησκος
2. συνεκδ. κακός, σκληρός, απάνθρωπος
3. (ως κύριο όνομα) Αντίχριστος
ο Σατανάς, ο Διάβολος
αρχ.-μσν.
ο εκπρόσωπος του Σατανά, αντίπαλος του Χριστού που θα εμφανιστεί κατά την προφητεία πριν από τη συντέλεια του κόσμου.