ανταμείβω

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

ἀνταμείβομαι)
νεοελλ.
αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε
αρχ.
1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
2. ανταποδίδω τα ίσα
3. αποκρίνομαι, απαντώ.