αντανακλώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

(Α ἀντανακλῶ, -άω)
(για φως ή για ήχο) κάνω να επιστρέψει πίσω κάτι που προσκρούει επάνω μου
νεοελλ.
(αμτβ.)
1. επιστρέφω προς τα πίσω αφού προσκρούσω κάπου
2. μτφ. (για ενέργεια ή κατάσταση) έχω έμεση επίδραση ή επίπτωση κάπου.