αντιβάλλω

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιβάλλω)
1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή
2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα
3. αναφέρω, μνημονεύω
νεοελλ.
τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω
αρχ.-μσν.
συνομιλώ, επικοινωνώ με κάποιον
αρχ.
συγκρίνω κάποιον με κάποιον άλλο.