αντικρίνω

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

ἀντικρίνω (Α)
1. κρίνω με τη σειρά μου αυτόν που με κρίνει
2. παραβάλλω, συγκρίνω
3. οδηγώ τον εαυτό μου σε αναμέτρηση με κάποιον.