απαρνούμαι

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, -έομαι)
αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω
νεοελλ.
φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» — περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα
αρχ.
δεν αποδέχομαι, αρνούμαι.