νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
κ. -κτος, κ. -γος, -η, -ο πειράζω
1. αυτός που δεν τον έχει πειράξει κανείς, ο ανενόχλητος
2. μτφ. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
3. (για κλοπή) αυτός που δεν έχει αφαιρεθεί από κάπου.