απερείδω

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ἀπερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, προσηλώνω
2. προσηλώνομαι
3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι
4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας)
β) κατευθύνω (οργήν είς τινα)
γ) επιρρίπτω την κατηγορία, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον
δ) μεταφέρω ασφαλώς, εναποθέτω
ε) υφίσταμαι τις ωδίνες του τοκετού, γεννώ.