απερείδω

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ἀπερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, προσηλώνω
2. προσηλώνομαι
3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι
4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας)
β) κατευθύνω (οργήν είς τινα)
γ) επιρρίπτω την κατηγορία, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον
δ) μεταφέρω ασφαλώς, εναποθέτω
ε) υφίσταμαι τις ωδίνες του τοκετού, γεννώ.