απερύκω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἀπερύκω, (Α) ερύκω
1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι
2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι
3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι
4. συγκρατώ.