ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
ἀπερύκω, (Α) ερύκω1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι4. συγκρατώ.