Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
ἀπερύκω, (Α) ερύκω1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι4. συγκρατώ.