απερύκω

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

ἀπερύκω, (Α) ερύκω
1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι
2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι
3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι
4. συγκρατώ.