αποκολλώ

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

(Α ἀποκολλῶ, -άω)
1. ξεκολλώ
2. αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αποσπώ.