απολίθωση

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπολίθωσις)
η μετατροπή σε λίθο
νεοελλ.
το να μείνει κάποιος άναυδος, ακίνητος, κοκαλωμένος.