Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
κ. σέρνω (AM ἀποσύρω)
νεοελλ.
1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ
2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω
3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.)
απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι
αρχ.
αποσπώ, απογυμνώνω.