αποτίμηση

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποτίμησις)
νεοελλ.
υπολογισμός και καθορισμός της αξίας ενός πράγματος, εκτίμηση
αρχ.-μσν.
αξία, αντίτιμο
αρχ.
1. ενεχυριασμός περιουσίας, υποθήκευση
2. απογραφή πληθυσμού.