ἀποτίμησις
English (LSJ)
-εως, ἠ,
A pledging of a property, mortgaging, D. 31.11.
II = Lat. census, Plu.Crass.13, J.AJ18.2.1.
2 valuation, Just.Nov.2.4.
III tax, AB437, cf. OGI476.2 (Dorylaeum, i A.D.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 evaluación, valoración de propiedades POxy.2112.13 (II d.C.) en BL 2(2).105
•tasación, precio, canon ἀνοικοδομεῖν ἢ τὰς ... ἀποτιμήσεις ἐκτινύειν Soz.HE 5.5.5, cf. 5.10.9, Prisc.9.3.
2 en el Estado romano censo a efectos fiscales, de pers. y propiedades πολιτῶν Plu.Crass.13, cf. Phleg.37.1, ἐκ τῶν πολιτείας ἀποτειμήσεων OGI 476.2 (Dorileo I d.C.), cf. Mon.Anc.Gr.4.11, Basil.Ep.313.12, impuesto a los judíos, I.AI 18.4, cf. 26
•de aquí contribución ἀποτίμησιν· τέλος ἢ φόρον AB 437.
3 hipoteca para asegurar la dote ἔπειθ' ἓν λαβὼν χωρίον ἀμφισβητούμενον εἰς ἀποτίμησιν D.31.11.
4 producto, beneficio de una venta PMasp.312.69, cf. 75 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 331] ἡ, Abschätzung, a) Verpfändung, Hypothek, Dem. 31, 10. – b) Census, πολιτῶν Plut. Crass. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 prise d'hypothèque;
2 dénombrement, cens.
Étymologie: ἀποτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτίμησις: εως ἡ
1 залог имущества, ссуда под залог имущества Dem.;
2 цензовая перепись (πολιτῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίμησις: -εως, ἡ, ὑποθήκευσις κτημάτων, ἓν λαβὼν χωρίον ἀμφισβητούμενον εἰς ἀποτίμησιν Δημ. 878, ἐν τέλ. ΙΙ. Τὸ παρὰ Ρωμαίοις census, ἀπογραφή, ἀποτίμησιν πολιτῶν ἐποιήσατο Πλουτ. Κράσσ. 13, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18.2,1, διατίμησις, τῆς ὑπὲρ ἀξίαν μου ἀποτιμήσεώς σου Θεόδ. Στουδ. σ. 250Ε.
Greek Monotonic
ἀποτίμησις: -εως, ἡ,
I. υποθήκευση περιουσιακών στοιχείων, σε Δημ.
II. το Ρωμ. census, απογραφή, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀποτίμημα
I. a mortgaging, Dem.
II. the Rom. census, Plut.