αποψύχω

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

Greek Monolingual

(AM ἀποψύχω)
1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό
νεοελλ.
1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω
2. πεθαίνω
μσν.- νεοελλ.
(-ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
αρχ.
1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ
2. απρόσ. ἀποψύχει
αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός
3. (-ομαι) α) καθίσταμαι ψυχρός
β) στεγνώνω, ξεραίνομαι
γ) τρέμω, έχω ρίγος
δ) γίνομαι ψυχρός και αδιάφορος ως προς κάτι.