Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απροσεξία

From LSJ

Greek Monolingual

η (AM ἀπροσεξία) απρόσεκτος
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. απερισκεψία
νεοελλ.
το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής.