απόχρωση

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπόχρωσις)
βαθμιαία μετάβαση από βασικό χρώμα σε άλλο ή από σκούρο σε ανοιχτό
νεοελλ.
1. παραλλαγή βασικού χρώματος
2. «απόχρωση ήχου» — ήχος που έχει μικρή διαφορά από τον βασικό
3. «απόχρωση φωνής» — φωνή που έχει μικρή διαφορά από τη φυσική, την κανονική.