αρμός

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἁρμός)
1. η συναρμογή δύο αντικειμένων
2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών
νεοελλ.
1. ρωγμή, χαραμάδα
2. κορυφή βουνού ή λόφου
αρχ.
το μάνταλο της θύρας.