αρνάκι

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

το αρνί
1. το μικρό αρνί
2. κρέας αρνίσιο
3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος.