ασπιδίσκη

From LSJ

Greek Monolingual

η (Α ἀσπιδίσκη) ασπίς
νεοελλ.
τμήμα του άβακα της πρύμνης όπου αναγράφεται η ονομασία του πλοίου και κάτω από αυτήν τα στοιχεία της νηολόγησης του. Στη γλώσσα των ναυτικών λέγεται και καθρέφτης ή αινάς
αρχ.
1. μικρή ασπίδα
2. δίσκος
3. όνομα αστερισμού.