ἀσπιδίσκη

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπιδίσκη Medium diacritics: ἀσπιδίσκη Low diacritics: ασπιδίσκη Capitals: ΑΣΠΙΔΙΣΚΗ
Transliteration A: aspidískē Transliteration B: aspidiskē Transliteration C: aspidiski Beta Code: a)spidi/skh

English (LSJ)

ἡ, boss, disk, Jahresh. 16 Beibl. 51 (Athens, iii BC), SIG 2588.31 (Delos, ii BC), Ausonia 10.171 (Perga), LXX Ex. 36.26 (39.18); small shield, Ascl.Tact. 1.2, Hero Dioptr. 5, etc.; name of a constellation, Ptol. Alm. 8.1.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
escudo pequeño dicho de la πέλτη μικρά Ascl.Tact.1.2, cf. Hsch.
c. carácter votivo y ornamental disco, Jahresh.16.1913, Beibl.51 (Atenas III a.C.), ID 442 B.32 (II a.C.), SEG 2.705.20 (Perga I d.C.?), LXX 1Ma.4.57, Ex.28.13, 14, 36.23, I.BI 5.233
como una pieza de la dioptra, Hero Dioptr.200.27
astr. una parte de la constelación Argo, Ptol.Alm.8.1 (p.146, 148, 150), cf. ἀσπίδιον III.

German (Pape)

[Seite 373] ἡ, dasselbe, Ios. u. Sp.

Greek Monolingual

η (Α ἀσπιδίσκη) ασπίς
νεοελλ.
τμήμα του άβακα της πρύμνης όπου αναγράφεται η ονομασία του πλοίου και κάτω από αυτήν τα στοιχεία της νηολόγησης του. Στη γλώσσα των ναυτικών λέγεται και καθρέφτης ή αινάς
αρχ.
1. μικρή ασπίδα
2. δίσκος
3. όνομα αστερισμού.